υλοφόρος

υλοφόρος
και αττ. τ. ὑληφόρος, -ον, Α
1. αυτός που μεταφέρει ξύλα
2. (για βουνό) αυτός από τον οποίο παράγεται ξυλεία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) Ὑλοφόροι
τίτλος δράματος τού Αριστομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑλοφόροις — ὑλοφόρος carrying wood masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοφόρον — ὑλοφόρος carrying wood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοφόρου — ὑλοφόρος carrying wood masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υληφόρος — ον, Α (αττ. τ.) βλ. ὑλοφόρος …   Dictionary of Greek

  • υλοφορώ — και ὑληφορῶ, έω, Α [ὑλοφόρος] κουβαλώ ή μαζεύω ξύλα …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”